- ἀποπύημα
- ἀποπύημαsuppurationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποπυήματα — ἀποπύημα suppuration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπύημα — τὸ, Α εμπύηση, εμπύημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πύον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *παραπυῶ / έω (πρβλ. αποπύημα)] … Dictionary of Greek